- διανύονται
- διανύωbring quite to an endpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδομετρία — η υπολογισμός και καταμέτρηση με τη χρήση οδομέτρου τών αποστάσεων που διανύονται από πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδός + μετρία*] … Dictionary of Greek
οδοταχύμετρο — το διάταξη η οποία χρησιμοποιείται τόσο για τη μέτρηση τών αποστάσεων που διανύονται από ένα τροχοφόρο όχημα όσο και για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odotachymetre < οδός + ταχύμετρο] … Dictionary of Greek
σκέδαση — η / σκέδασις, άσεως, ΝΑ [σκεδάννυμι] σκόρπισμα, διασκορπισμός («σκέδασις ὕδατος», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. φυσ. α) η μεταβολή τής διεύθυνσης ενός κινούμενου σωματιδίου ως αποτέλεσμα τής σύγκρουσής του με ένα άλλο σωματίδιο β) η διαδικασία τής… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek